απιστος

απιστος
    ἄπιστος
    ἄ-πιστος
    2
    1) не верящий, недоверчивый, подозрительный
    

(Hom., Her.; τινι Plat.; πρός τινα Dem.)

    2) неверующий NT.
    3) непослушный, непокорный
    

(τινος Aesch. и τινι Eur.)

    4) невероятный, неправдоподобный Pind., Aesch., Thuc., Arph., Xen., Plut.
    5) недостоверный, сомнительный, ненадежный Thuc., Xen., Plat., Plut.
    6) неверный, вероломный Her., Eur., Thuc., Xen., Isocr., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απιστος" в других словарях:

  • ἄπιστος — not to be trusted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπιστος — η, ο επίρρ. α 1. δύσπιστος, καχύποπτος: Άσ τον αυτόν, είναι άπιστος Θωμάς. 2. αυτός που δεν πιστεύει στο Θεό: Ήταν άπιστος ο ίδιος και ζητούσε να κάνει κι άλλους. 3. αυτός που δεν είναι πιστός στις υποχρεώσεις του, δόλιος: Αποδείχτηκε άπιστος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ἀπιστότερον — ἄπιστος not to be trusted adverbial comp ἄπιστος not to be trusted masc acc comp sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄπιστος — ἄπιστος , ἄπιστος not to be trusted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστοτάτων — ἄπιστος not to be trusted fem gen superl pl ἄπιστος not to be trusted masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστοτέρων — ἄπιστος not to be trusted fem gen comp pl ἄπιστος not to be trusted masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστότατα — ἄπιστος not to be trusted adverbial superl ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστότατον — ἄπιστος not to be trusted masc acc superl sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπίστως — ἄπιστος not to be trusted adverbial ἄπιστος not to be trusted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπιστον — ἄπιστος not to be trusted masc/fem acc sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»